συγχρονιστής

συγχρονιστής
ο, Ν
βιολ. παράγοντας τού εξωτερικού περιβάλλοντος τού οποίου η περιοδικότητα αποτελεί για ένα δεδομένο ζωικό είδος σήμα προσαρμογής τού ρυθμού δραστηριότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”